- συνδιανεύειν
- συνδιανεύωpres inf act (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συνδιανεύω — Α 1. (κυρίως για πολεμικές μηχανές) περιστρέφω κάτι μαζί ή ταυτόχρονα με κάτι άλλο 2. κάνω νεύματα ταυτόχρονα με κάτι άλλο («τὰς ὀφρῡς συνάγειν καὶ συνδιανεύειν τῷ προσώπῳ», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + διανεύω «κάνω νεύματα, γνέφω»] … Dictionary of Greek
συρρέπω — Α [ῥέπω] κλίνω, ρέπω προς κάτι μαζί με κάτι άλλο («τῇ διανοίᾳ χρὴ συνδιανεύειν καὶ συρρέπειν ἐπὶ τοὺς τόπους», Πολ.) … Dictionary of Greek